ουλομελης

ουλομελης
    οὐλομελής
    οὐλο-μελής
    2
    с целыми членами, т.е. без порока, неповрежденный (sc. τὸ νοητόν) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ουλομελης" в других словарях:

  • ουλομελής — οὐλομελής, ές (Α) βλ. ολομελής …   Dictionary of Greek

  • οὐλομελής — sound of limb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελῆ — οὐλομελής sound of limb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οὐλομελής sound of limb masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οὐλομελής sound of limb masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελές — οὐλομελής sound of limb masc/fem voc sg οὐλομελής sound of limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολομελής — ές (ΑΜ ὁλομελής, ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, ές) αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης (για συνεδριάζον σώμα) αυτός τού οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα μσν. ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα αρχ. ομοιόμορφος. επίρρ... ολομελώς (Μ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»